- ξενοῦμαι
- ξενόωmake one's friend and guestpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταξενούμαι — καταξενοῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι δεκτός ως ξένος, μέ φιλοξενεί κάποιος με ευχαρίστηση («καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξενοῦμαι «φιλοξενούμαι»] … Dictionary of Greek
ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… … Dictionary of Greek
προξενούμαι — όομαι, Α με φιλοξενούν, με δέχονται ως φιλοξενούμενο προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ξενοῦμαι «έχω φιλική περιποίηση ως φιλοξενούμενος κάποιου»] … Dictionary of Greek